κλινάριον

κλινάριον
κλινάριον
bedsteads
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κλιναρίοις — κλινάριον bedsteads neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλιναρίου — κλινάριον bedsteads neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλιναρίων — κλινάριον bedsteads neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλιναρίῳ — κλινάριον bedsteads neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλινάρια — κλινάριον bedsteads neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλινάρι — το (AM κλινάριον, Μ και κλινάρι[ν]) [κλίνη] μικρή κλίνη, κρεβατάκι («τὰ κλινάρια τά ἐνδιδόντα» τα κρεβατάκια που υποχωρούν στο βάρος, Θεόφρ.) νεοελλ. μσν. (χωρίς υποκορ. σημ.) κλίνη, κρεβάτι …   Dictionary of Greek

  • κλινίδιον — κλινίδιον, τὸ (Α) [κλίνη] 1. κλινάριον* 2. φορείο, φορητή κλίνη («ἐν κλινιδίῳ... κομισθεὶς εἰς τὴν σύγκλητον», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

  • κλινίον — κλινίον, τὸ (Α) [κλίνη] κλινάριον* …   Dictionary of Greek

  • κλινίς — κλινίς, ίδος, ἡ (Α) 1. κλινάριον* 2. (κατά τον Πολυδ., τον Ησύχ. και τον Φώτ.) το κάθισμα τής άμαξας στο οποίο καθόταν η νύφη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + υποκορ. κατάλ. ίς / ίδος (πρβλ. δεσμ ίς, στομ ίς)] …   Dictionary of Greek

  • ДЕЯНИЯ СВЯТЫХ АПОСТОЛОВ — [греч. Πράξεις [τῶν ἁγίων] ἀποστόλων; лат. Acta apostolorum], одна из канонических книг Свящ. Писания НЗ, к рая, согласно святоотеческому преданию и по мнению большинства совр. исследователей, была написана св. ап. и евангелистом Лукой. Название… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”